ντελάλης

ντελάλης
και τελάλης, ο, θηλ. -ισσα (Μ ντελάλης)
1. δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης
2. μτφ. αυτός που δεν κρατά μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tellal].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντελάλης — ντελάλης, ο και τελάλης, ο πληθ. ηδες (λ. τουρκ.), δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, αλλ. διαλαλητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλαλητής — ο (θηλ. διαλαλήτρια και διαλαλήτρα, η) (Μ διαλαλητής) [διαλαλώ] 1. ο δημόσιος κήρυκας, ντελάλης 2. διαδοσίας …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κράχτης — ο, θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει 2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο 4. μαστροπός 5. πετεινός 6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε… …   Dictionary of Greek

  • ντελαλίζω — και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης] 1. διαλαλώ, διατυμπανίζω 2. μτφ. διαδίδω μυστικό …   Dictionary of Greek

  • τελάλης — ο, Ν βλ. ντελάλης …   Dictionary of Greek

  • telal — TELÁL, telali, s.m. 1. Negustor ambulant (de haine vechi). 2. (înv.) Persoană care făcea strigările la un mezat. – Din tc. tellal. Trimis de LauraGellner, 26.06.2004. Sursa: DEX 98  TELÁL s. (reg.) obielar, rufar, (Transilv. şi Ban.) râzar.… …   Dicționar Român

  • τελάλης — τελάλης, ο και ντελάλης, ο (λ. τουρκ.), δημόσιος κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”